- ἐμφαλκωμένοις
- ἐμφαλκόομαιpres part mp masc/neut dat pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμφαλκούμαι — ἐμφαλκοῡμαι ( όομαι) (Α) περιπλέκομαι («ἐμφαλκωμένοις περιπεπλεγμένοις», Ησύχ.) … Dictionary of Greek